κυνόμορον
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
τό, A = κυνόσβατος, Gal.12.426; also, = ἀπόκυνον, Id.11.835.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόμορον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κυνοσβάτου, Γαλην.· ὡσαύτως = κυνοκράμβη, ὁ αὐτ. 13. 138.
Greek Monolingual
κυνόμορον, τὸ (Α)
1. ο καρπός της κυνοσβάτου
2. το φυτό απόκυνο, αλλ. κυνοκράμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -μορον].