κῆμος

From LSJ
Revision as of 13:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῆμος Medium diacritics: κῆμος Low diacritics: κήμος Capitals: ΚΗΜΟΣ
Transliteration A: kē̂mos Transliteration B: kēmos Transliteration C: kimos Beta Code: kh=mos

English (LSJ)

ἡ, A = λεοντοπόδιον, Dsc.4.133, Orph.A.920.

German (Pape)

[Seite 1431] ἡ, eine magische Pflanze, Orph. Arg. 923; nach Diosc. = λεοντοπόδιον.

Greek (Liddell-Scott)

κῆμος: ἡ, φυτόν τι καλούμενον καὶ λεοντοπόδιον, Διοσκ. 4. 131, Ὀρφ. Ἀργ. 923.

Greek Monolingual

κῆμος, ἡ (Α)
είδος φυτού που ονομάζεται και λεοντοπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με τη λ. κημός θεωρείται μάλλον απίθανη].