λαθίφρων
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A forgetful, heedless, foolish, Hsch.
German (Pape)
[Seite 6] ον, vergeßliches Sinnes, od. des gesunden Sinnes vergessend, thöricht, Hesych. erkl. ἐπιλήσμων, ἄφρων.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθίφρων: -ον, γεν. ονος, «ἄφρων, ἐπιλήσμων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λαθίφρων, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) άφρων, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (βλ. λαθικηδής) + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. αγχί-φρων, ματαιό-φρων].