λαλαγή
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
English (LSJ)
ἡ, A prattle, Opp.H.1.135.
German (Pape)
[Seite 9] ἡ, Geschwätz, Geschrei, Opp. Hal. 1, 125, von einem Fische, φθέγγεται ἰκμαλέην λαλαγήν; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰλᾰγή: ἡ, τὸ λαλαγεῖν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 135.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
murmure, bruit léger.
Étymologie: DELG λαλέω.
Greek Monolingual
λαλαγή, ἡ (Α) λαλαγώ
1. φλυαρία
2. κραυγή, τερέτισμα πτηνού ή τζίτζικα.