λαγώχειλος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, A having a harelip, Gal.14.681.
German (Pape)
[Seite 5] mit Hasenlippen, mit einer Hasenscharte, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγώχειλος: -ον, ὁ ἔχων χεῖλος λαγωοῦ (δηλ. διῃρημένον), Γαλην. 1. 362.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λαγώχειλος, -ον)
βλ. λαγόχειλος.