λευχείμων

From LSJ
Revision as of 13:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευχείμων Medium diacritics: λευχείμων Low diacritics: λευχείμων Capitals: ΛΕΥΧΕΙΜΩΝ
Transliteration A: leucheímōn Transliteration B: leucheimōn Transliteration C: lefcheimon Beta Code: leuxei/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (εἷμα) A clad in white, Phint. ap. Stob.4.23.61a; λεώς Ph.2.188, cf. Orph.H.51.11, Aristid.Or.48(24).31.

German (Pape)

[Seite 36] ον, weißgekleidet, Phint. Stob. fl. 74, 61; Orph. H. 50, 10.

Greek (Liddell-Scott)

λευχείμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἐνδεδυμένος λευκά, Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 53.

Greek Monolingual

-ονος, ο, η (AM λευχείμων, -ονος)
αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο-είμων, λαμπρο-είμων].