λιτοδίαιτος
From LSJ
ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
English (LSJ)
[δῐ], ον, A of a plain way of life, D.H.2.49.
Greek (Liddell-Scott)
λῑτοδίαιτος: -ον, ὁ λιτῶς διαιτώμενος, ζῶν λιτῶς, Διον. Ἁλ. 2. 49.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λιτοδίαιτος, -ον)
1. αυτός που ζει απλά, ολιγαρκής
2. το ουδ. ως ουσ. το λιτοδίαιτο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αδρο-δίαιτος, αστρο-δίαιτος].