λυσιτελούντως

From LSJ
Revision as of 14:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτελούντως Medium diacritics: λυσιτελούντως Low diacritics: λυσιτελούντως Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: lysiteloúntōs Transliteration B: lysitelountōs Transliteration C: lysiteloyntos Beta Code: lusitelou/ntws

English (LSJ)

Adv. A usefully, profitably, X.Oec.20.21, Pl.Alc.2.146b; ἑαυτοῖς D.C.56.40.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτελούντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ λυσιτελέω, χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.

French (Bailly abrégé)

adv.
utilement.
Étymologie: λυσιτελέω.

Greek Monolingual

λυσιτελούντως (Α)
επίρρ. χρήσιμα, ωφέλιμα («λυσιτελούντως ἑαυτοῑς», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσιτελῶν, -οῦντος, μτχ. του ρ. λυσιτελῶ].

Greek Monotonic

λῡσιτελούντως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του λυσιτελέω, χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐτελούντως: полезно, выгодно, целесообразно (λ. καὶ ὠφελίμως τῇ πόλει Plat.).

Middle Liddell

part. pres. of λυσιτελέω,]
usefully, profitably, Xen.

English (Woodhouse)

profitably

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search