νεωκόριον
From LSJ
Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir
English (LSJ)
τό, A sacristy, IG11(2).144B17 (Delos, iv B.C.), 22.1672.181, al., BCH 35.243 (pl., Delos, ii B.C.), IPE2.342.4 (Phanagoria): Dor. νᾱκορεῖον IG42(1).109ii 127 (Epid., iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
νεωκόριον: τό, οἴκημα τῶν νεωκόρων, Ἐπιγρ. Δήλου, Bul. de cor. hel. VI, σ. 48, ἔτι σ. 87, σημ. 2.
Greek Monolingual
νεωκόριον και δωρ. τ. νακόρειον, τὸ (Α) νεωκόρος
1. σκευοφυλάκιο το οποίο βρισκόταν στους ναούς
2. (κατά διάφ. ερμ.) οίκημα του ναού όπου κατοικούσε ο νεωκόρος.