οἰμωγή

From LSJ
Revision as of 16:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰμωγή Medium diacritics: οἰμωγή Low diacritics: οιμωγή Capitals: ΟΙΜΩΓΗ
Transliteration A: oimōgḗ Transliteration B: oimōgē Transliteration C: oimogi Beta Code: oi)mwgh/

English (LSJ)

ἡ, A wailing, lamentation, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409 ; οἰ. τεστοναχῇ τε 24.696 ; ἅμ' οἰ. τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450, quoted by Ar.Pax1276 ; οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Hdt.3.66, cf. 8.99 ; οἰμωγὴ… ὁμοῦ κωκύμασιν A.Pers.426 ; πικρᾶς οἰ. S.Ph.190 (lyr.) ; ἐξῴμωξεν οἰ. λυγράς Id.Aj.317 ; στεναγμὸν οἰμωγήν θ' ὁμοῦ E.Heracl.833 ; οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Th.7.71 ; ἡ οἰ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν X.HG2.2.3 ; cf. τήκω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰμωγή: ἡ, ἰσχυρὰ κραυγή, θρῆνος, ὀδυρμὸς μεγάλῃ τῇ φωνῇ, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Ἰλ. Χ. 409· οἰμωγῇ τε στοναχῇ τε Ω. 696· ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν Δ. 450, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1276 κἑξ.· οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 8. 99· οὕτω παρὰ Τραγ., οἰμωγὴ .. ὁμοῦ κωκύμασι Αἰ-Πέρσ. 426· πικρᾶς οἰμωγῆς Σοφ. Φ. 190· ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 317· στεναγμὸν οἰμωγήν θ’ ὁμοῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 833· οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Θουκ. 7. 71 ἡ οἰμ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 3· πρβλ. τήκω.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
lamentation, gémissement.
Étymologie: οἰμώζω.

English (Autenrieth)

(οἰμώζω): cry of grief, lamentation.

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἰμωγή) οιμώζω
θρηνητική κραυγή, οδυρμός, ολοφυρμός («ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς», Σοφ.).

Greek Monotonic

οἰμωγή: ἡ, θρήνος που εκφέρεται μεγαλοφώνως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

οἰμωγή: дор. οἰμωγά ἡ жалобный крик, громкие жалобы, вопль (οἰ. καὶ εὐχωλή Hom.; οἰ. καὶ στόνος Thuc.).

Middle Liddell

οἰμωγή, ἡ, [from οἰμώζω
loud wailing, lamentation, Il., Hdt., Trag., etc.

English (Woodhouse)

lamentation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)