πέδων
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A one in fetters, of a slave, Ar.Fr.837.
German (Pape)
[Seite 542] ωνος, ὁ, ein schlechter Sklave, der fast immer in Fußfesseln steckt, Ar. frg. Vgl. πεδότριψ und Moeris a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
πέδων: -ωνος, ὁ, ὁ ἐν δεσμοῖς ὤν, ἐπὶ δούλου, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 46· πρβλ. στίγων, καὶ ἴδε πεδότριψ.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ΜΑ
(για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. -ων, -ωνος (πρβλ. στίγων)].
Russian (Dvoretsky)
πέδων: ωνος ὁ Arph. = πεδότριψ.