μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof
A v. πηρόω. πάρπᾰγος, ὁ, = παράπαγος, Hsch.
Α(δωρ. τ.) βλ. πηρόω.