πλούταξ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, A rich fool, Eup.159.9, adopted by Men.462.10.
German (Pape)
[Seite 638] ακος, ὁ, ein unmäßig Reicher, mit verächtlichem Nebenbegriff, etwa Reichling, Reichbold, komisches Wort des Eupolis bei Ath. VI, 236 f; Poll. 3, 109; vgl. Mein. Menand. p. 161.
Greek (Liddell-Scott)
πλούταξ: -ᾱκος, ὁ, ἄγροικος πλούσιος, Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» Ι. 9, παραληφθὲν καὶ ὑπὸ τοῦ Μενάνδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1· πρβλ πήλαξ, στόμφαξ, καὶ τὴν λατ. κατάληξιν -ax.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
ο αγροίκος πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα -αξ, -ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ-αξ, στό-αξ)].
Russian (Dvoretsky)
πλούταξ: ᾱκος ὁ презр. богатей, богач Men.