ποταμεύς
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
έως, ὁ, name of A the East wind at Tripolis, Arist.Vent. 973a13.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμεύς: έως, ὁ, ὄνομα τοῦ ἀνατολικοῦ ἀνέμου ἐν Τριπόλει τῆς Φοινίκης, ἀπηλιώτης· οὗτος ἐν... Τριπόλει τῆς Φοινίκης ποταμεὺς καλεῖται Ἀριστ. Ἀπόσπ. 238.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
(στην Τρίπολη της Φοινίκης) ο ανατολικός άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + επίθημα -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].