σκόπιμος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον, (A σκοπός ΙΙ) suitable to a purpose, Iamb.Comm. Math.7, Procl. in Alc.p.9 C., in Prm.p.487 S., Simp. in Ph.882.2 (all Sup.).
German (Pape)
[Seite 903] zum Ziele gehörig, zum Ziele führend, dah. zweckmäßig, τέλος σκοπιμώτατον, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκόπιμος: -ον, (σκοπὸς) ὁ ἁρμόδιος πρός τινα σκοπόν, Εὐστ. Πονημάτ. 13. 28, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / σκόπιμος, -ον, ΝΜΑ σκοπός (II)]
αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε κάτι
νεοελλ.
αυτός που γίνεται από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η σιωπή του»).
επίρρ...
σκοπίμως και σκόπιμα Ν
1. από πρόθεση, επίτηδες, με σκοπιμότητα («σκόπιμα έλειψε από την συνεδρίαση»)
2. για την εξυπηρέτηση ενός απώτερου σκοπού («η κυβέρνηση σκόπιμα ανέβαλε τη λήψη απόφασης για τον έλεγχο τών τιμών»).