σκνιφός
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ή, όν, A v. σκνιπός (A); σκνίφος, v. σκνιπός (B).
German (Pape)
[Seite 901] dunkel, finster, trüb, dämmerig; dad. auch vom trüben, blöden Gesicht, undeutlich, wie im Dämmerlicht sehend; s. σκνιπός.
Greek (Liddell-Scott)
σκνῑφός: -ή, -όν, ἴδε σκνιπός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. σκνιπός.