συναναζέω

From LSJ
Revision as of 10:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναζέω Medium diacritics: συναναζέω Low diacritics: συναναζέω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΖΕΩ
Transliteration A: synanazéō Transliteration B: synanazeō Transliteration C: synanazeo Beta Code: sunanaze/w

English (LSJ)

A make to boil together, τινι Dsc.1.30, Hippiatr.34, Aët.9.31: intr., Dsc.1.55.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ζέΕω), mit oder zugleich aufkochen, aufsieden lassen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

συναναζέω: ἀναζέω τι ὁμοῦ, κάμνω τι νὰ βράσῃ ὁμοῦ, Διοσκ. 1. 33· ἀμεταβ., αὐτόθι 65.

Greek Monolingual

Α
1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζέω «βράζω»].

Greek Monolingual

Α
1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζέω «βράζω»].