συννεανιεύομαι

From LSJ
Revision as of 10:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννεᾱνιεύομαι Medium diacritics: συννεανιεύομαι Low diacritics: συννεανιεύομαι Capitals: ΣΥΝΝΕΑΝΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synneanieúomai Transliteration B: synneanieuomai Transliteration C: synneanieyomai Beta Code: sunneanieu/omai

English (LSJ)

A wanton youthfully together, ἀλλήλοις D.C.51.8, cf. 72.4.

Greek (Liddell-Scott)

συννεᾱνιεύομαι: ἀποθ., ὁμοῦ νεανικῶς φέρομαι, Δίων Κ. 51. 8., 72. 4.

Greek Monolingual

Α
φέρομαι νεανικά, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νεανιεύομαι «βρίσκομαι σε νεαρή ηλικία, ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος»].