συσσωρεύω
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
A heap up together, Heraclid.Lemb.3, D.S.3.40, Dsc.2.181, Vett.Val.131.3.
Greek (Liddell-Scott)
συσσωρεύω: σωρεύω ὁμοῦ εἰς ἓν μέρος, ἐπισωρεύω, Διόδ. 3. 40, Ἀθήν. 333Β, Ἰώσηπ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σωρεύω
μαζεύω πολλά πράγματα σε ένα μέρος, φτειάχνω σωρό («πλῆθος ἄμμου συσσωρεύει», Διόδ.).
Russian (Dvoretsky)
συσσωρεύω: нагромождать (τὸ πλῆθος ἄμμου Diod.).