χέλυδρος

From LSJ
Revision as of 15:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέλυδρος Medium diacritics: χέλυδρος Low diacritics: χέλυδρος Capitals: ΧΕΛΥΔΡΟΣ
Transliteration A: chélydros Transliteration B: chelydros Transliteration C: chelydros Beta Code: xe/ludros

English (LSJ)

ὁ, A amphibious serpent, Nic.Th.411. 2 a kind of tortoise, Sch.Lyc.340.

German (Pape)

[Seite 1348] ὁ, 1) die Wasserschildkröte, Schol. Lycophr. 340. – 2) eine Schlangenart, die sich auch im Wasser aufhält, Nic. Ther. 411.

Greek (Liddell-Scott)

χέλυδρος: ὁ, ἀμφίβιός τις ὄφις, Νικ. Θηρ. 411 κἑξ., Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 415. 2) εἶδος χελώνης, ὑδροχελώνη, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 340.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία της νεροχελώνας χελύδρα
αρχ.
1. είδος αμφίβιου φιδιού
2. είδος νεροχελώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ- του χέλυς «χελώνα» + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσ-υδρος].