ἀγριοκάρυον
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
τό, A cobnut, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot.
1 n. de un árbol Hsch. (cf. ἀγριοκάρυδον).
2 baya de la yedra negra, Hedera helix L. διονύσιον ἢ ἀγριοκάρυον Gloss.Bot.Gr.388.13, cf. 421.23.