ἀλφιτηρός

From LSJ
Revision as of 17:16, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφῐτηρός Medium diacritics: ἀλφιτηρός Low diacritics: αλφιτηρός Capitals: ΑΛΦΙΤΗΡΟΣ
Transliteration A: alphitērós Transliteration B: alphitēros Transliteration C: alfitiros Beta Code: a)lfithro/s

English (LSJ)

ά, όν, A of or belonging to ἄλφιτα, ἀγγεῖον ἀ. meal-tub, Antiph.63 (-τήριον Poll.10.179). 2 ἀλφιτηρὸν ἐργαλεῖα κινεῦσι 'a living wage for the worker', Herod.7.73.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτηρός: -ά, -όν, ἐξ ἀλφίτων ἢ εἰς ἄλφιτα ἀνήκων, ἀγγεῖον ἀλφ. = δοχεῖον ἀλφίτων, Ἀντιφάν. ἐν «Βομβυλίῳ» 1, ἔνθα (ἐν Πολυδ. 10. 179) -τήριον ὑπῆρχε.

Spanish (DGE)

(ἀλφῐτηρός) -όν
1 de cebada, ἀγγεῖον ἀλφιτηρόν artesa o cuenco para las gachas de cebada Antiph.63.
2 fig. productivo ἀλφιτηρὸν ἐργα[λ] εῖα κινεῦσι productivo para los que mueven herramientas Herod.7.73.

Greek Monolingual

ἀλφιτηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άλφιτα, τα άλευρα
2. ἀλφιτηρὸν ἀγγεῑον, δοχείο για τη φύλαξη αλφίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + παραγ. κατάλ. -ηρός].