ἀπροκάλυπτος

From LSJ
Revision as of 20:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροκάλυπτος Medium diacritics: ἀπροκάλυπτος Low diacritics: απροκάλυπτος Capitals: ΑΠΡΟΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: aprokályptos Transliteration B: aprokalyptos Transliteration C: aprokalyptos Beta Code: a)proka/luptos

English (LSJ)

[κᾰ], ον, A undisguised. Adv. -πτως Chio Ep.7.3, 13.3.

German (Pape)

[Seite 338] unverdeckt, unverhohlen; Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροκάλυπτος: -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ αὐτοῦ λελυμένως καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπροκάλυπτος, -ον)
ο χωρίς προσχήματα και περιστροφές, ο ειλικρινής («απροκάλυπτη ομολογία»).