ἐκθειόω
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
English (LSJ)
(A), A make a god of, worship as such, Pass., ἐκτεθειῶσθαι to be deified, D.H.2.75 ; ταῖς τιμαῖς Plu.2.856e.
ἐκθει-όω (B), A desulphurate, Zos.Alch.p.147 B.
German (Pape)
[Seite 760] vergöttern, göttlich verehren; Dion. Hal. 2, 75; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθειόω: θεοποιῶ τι, λατρεύω τι ὡς θεόν, Πλούτ. 2. 856 D· - παθ., θεοποιοῦμαι, Διον. Ἁλ. 2. 75.
French (Bailly abrégé)
1-ειῶ;
diviniser, mettre au rang des dieux ou des choses divines.
Étymologie: ἐκ, θειόω.
Spanish (DGE)
venerar como divino, considerar divino αὑτούς Ph.1.247, cf. 2.211, τὴν ἑκατέρου τῶν κόσμων φύσιν Ph.1.431, μυρία πλήθη ψευδωνύμων (θεῶν) Ph.2.181, τὰς τέσσαρας ἀρχάς Ph.2.189, τοὺς ζωγράφους ... καὶ ἀνδριαντοποιούς Ph.2.192, ζῷα, κύνας, αἰλούρους, λύκους Ph.2.194, οἱ μὲν τὸν λογισμόν, οἱ δ' ἑκάστην τῶν αἰσθήσεων Ph.2.264, en v. pas. Δίκην ... καὶ Θέμιν καὶ Νέμεσιν ... ἀποχρώντως ἐκτεθειῶσθαι D.H.2.75, cf. Plu.2.856d; cf. ἐκθεόω.
alquim. desazufrar en v. pas. ἐξ ἐλαίου ἐκθειουμένης ἕψοντες Zos.Alch.147.15.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθειόω: обоготворять: ἐκτεθειῶσθαι Plut. быть причисленным к богам.