ἐκσκάπτω
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
A dig out, PTeb.50.23 (ii B.C.) ; χοῦν POxy.1758.10 (ii A. D.) :—Pass., to be hollowed out, ἐξεσκαμμέναι κοιλότητες Gal.18(2).618.
German (Pape)
[Seite 778] ausgraben, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσκάπτω: ἐξορύττω, Γαλην. 12. σ. 261.
Spanish (DGE)
tr. excavar, sacar cavando ὁ χοῦς ὃν ἐξέσκαψεν ... ὁ γεωργός μου ... ἀπὸ τῶν ἐδαφῶν μου POxy.1758.10 (II d.C.)
•descombrar, desatorar un canal de riego obstruido por tierra caída τὸν ὑδραγωγόν PTeb.50.40, cf. 23 (II d.C.), en v. pas. ἐξεσκαμμέναι κοιλότητες, ὥσπερ βόθυνοι huecos hondos, como hoyos en una articulación, Gal.18(2).618.
Greek Monolingual
(AM ἐκσκάπτω)
1. σκάβοντας βγάζω από τη γη, εξορύσσω, ξεθάβω, ξεσκάβω
2. σκάβω και ανοίγω κοίλωμα, όρυγμα ή τάφρο, εκχωματίζω.