ἐπίπαιμα
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
ατος, τό, A = ἐπίπταισμα, πρόσκομμα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπαιμα: τό, «ἐπίπταισμα, πρόσκομμα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπίμαιμα και ἐπίπαισμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπαισμα
πρόσκομμα».