ἐπανακεφαλαίωσις
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
εως, ἡ, A recapitulation, ib. 30.
Greek Monolingual
ἐπανακεφαλαίωσις, η (Α)
ανακεφαλαίωση.