ἐπικριτής

From LSJ
Revision as of 09:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρῐτής Medium diacritics: ἐπικριτής Low diacritics: επικριτής Capitals: ΕΠΙΚΡΙΤΗΣ
Transliteration A: epikritḗs Transliteration B: epikritēs Transliteration C: epikritis Beta Code: e)pikrith/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A adjudicator, arbiter, τῶν λεγομένων Plb.14.3.7. II. in Egypt, examining magistrate (cf. ἐπίκρισις ΙΙ), PFay.27.3 (ii A.D.), PTeb.320.2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 953] ὁ, Beurtheiler, Bestätiger, Pol. 14, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρῐτής: -οῦ, ὁ, ἐλεγκτής, «δοκιμαστής» (Σουΐδ.), χρώμενος ἐπικριτῇ τῶν λεγομένων καὶ συμβούλῳ τῷ Μασσανάσσῃ, διὰ τὴν τῶν τόπων ἐμπειρίαν Πολύβ. 14. 3, 7.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπικριτής) επικρίνω
νεοελλ.
αυτός που επικρίνει («οι επικριτές της κυβερνήσεως»)
αρχ.
1. αυτός που αποφασίζει κάτι μετά από έλεγχο
2. (στην Αίγυπτο) ο υπάλληλος που διενεργεί την επίκριση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικρῐτής: ου ὁ судья, арбитр Polyb.
разрешимый (διαφωνία Sext.).