ἑλιγματώδης
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ες,= ἑλικοειδής, A twisted, Lex. de Spir. p.195 V.
German (Pape)
[Seite 797] gedreht, gewunden, Lex. de spir. p. 217.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλιγματώδης: -ες, = ἑλικοειδής, Λεξικὸν περὶ Πνευμάτων, σ. 217.
Spanish (DGE)
-ες
1 retorcido, en forma de espiral, Lex.de Spir.p.195.
2 en forma de rollode electuarios, Aët.3.102, 103 (prob. f.l. por ἐκλειγματώδης, q.u.).