ἔφαν
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Full diacritics: ἔφᾰν | Medium diacritics: ἔφαν | Low diacritics: έφαν | Capitals: ΕΦΑΝ |
Transliteration A: éphan | Transliteration B: ephan | Transliteration C: efan | Beta Code: e)/fan |
ἔφᾰν: Αἰολ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ἔφασαν, ἴδε φημί.
1ᵉ sg. impf. dor. de φημί;
3ᵉ pl. impf. épq. de φημί.
see φημί.
ἔφᾰν: Αιολ. και Επικ. αντί ἔφασαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του φημί.