ἰπνεύω
From LSJ
English (LSJ)
(ἰπνός) A dry or bake in the oven, Hsch., prob. in IG 12.4.15 (hιπν-).
German (Pape)
[Seite 1257] im Ofen rösten, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰπνεύω: (ἰπνὸς) φρύγω, ξηραίνω τι ἐν τῷ κλιβάνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐκοδομεύετο.
Greek Monolingual
ἰπνεύω ή -ομαι (Α) ιπνός
1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον κλίβανο, στον φούρνο
2. παθ. ἰπνεύομαι
(κατὰ τον Ησύχ.) «ἐφρύγετο, ἰπνεύετο».