ἰσοκλεής

From LSJ
Revision as of 12:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκλεής Medium diacritics: ἰσοκλεής Low diacritics: ισοκλεής Capitals: ΙΣΟΚΛΕΗΣ
Transliteration A: isokleḗs Transliteration B: isokleēs Transliteration C: isokleis Beta Code: i)sokleh/s

English (LSJ)

ές, A equal in glory, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1264] ές, an Ruhm gleich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκλεής: -ές, ἴσον ἔχων κλέος, ἴσην ἔχων δόξαν, ἰσόδοξος, Εὐσέβ. ΙΙ. 60Α, Καισάριος 1024. - Ἐπίρρ. ἰσοκλεῶς, Νικ. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 256-7, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

ἰσοκλεής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος.
επίρρ...
ἰσοκλεῶς (Μ)
με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο-κλεής, μεγαλο-κλεής].