ὀμφαλικός

From LSJ
Revision as of 12:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλικός Medium diacritics: ὀμφαλικός Low diacritics: ομφαλικός Capitals: ΟΜΦΑΛΙΚΟΣ
Transliteration A: omphalikós Transliteration B: omphalikos Transliteration C: omfalikos Beta Code: o)mfaliko/s

English (LSJ)

ή, όν, A = ὀμφάλιος, Phan.Hist.29.

German (Pape)

[Seite 343] = ὀμφάλιος, κέντρον, Phanias bei Ath. II, 58 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλικός: -ή, -όν, = ὀμφάλιος, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀμφαλικός, -ή, -όν) ομφαλός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «ομφαλικά αγγεία» β. «ομφαλική θηλή» γ. «ομφαλική χώρα»)
2. μτφ. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ενός σώματος ή μιας επιφάνειας
αρχ.
αυτός που μοιάζει με ομφαλό.