ὁραματισμός

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρᾱμᾰτισμός Medium diacritics: ὁραματισμός Low diacritics: οραματισμός Capitals: ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: horamatismós Transliteration B: horamatismos Transliteration C: oramatismos Beta Code: o(ramatismo/s

English (LSJ)

ὁ, A vision, νυκτός Id.Jb.4.13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 367] ὁ, das Gesicht, die Erscheinung, Sp.

Greek Monolingual

ο (Α ὁραματισμός) οραματίζομαι
νεοελλ.
1. το να βλέπει κανείς οπτασίες
2. το να έχει κανείς οράματα, συλλήψεις, προσδοκίες, πόθους, ευγενείς επιδιώξεις για ένα καλύτερο αύριο, σε προσωπικό ή σε γενικότερο επίπεδο
3. όραμα, οπτασία
αρχ.
εμφάνιση, παρουσίαση.