ὑδροσκοπία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A water-finding, ib.2.5 tit. 2 = ὑδρολόγιον, Sch. Ptol.Tetr.90.
Greek Monolingual
η / ὑδροσκοπία, ΝΑ υδροσκόπος
η αναζήτηση και ο καθορισμός της θέσης υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων
(αρχ) χρονόμετρο με νερό, ὑδρολογιον.