ὑπεκθέσιμος

From LSJ
Revision as of 13:46, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκθέσῐμος Medium diacritics: ὑπεκθέσιμος Low diacritics: υπεκθέσιμος Capitals: ΥΠΕΚΘΕΣΙΜΟΣ
Transliteration A: hypekthésimos Transliteration B: hypekthesimos Transliteration C: ypekthesimos Beta Code: u(pekqe/simos

English (LSJ)

ον, of merchandise, A deposited for re-exportation, GDI5040.25 (Crete, written ὑπεχθέσιμος); cf. ὑπεκτίθεμαι 11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκθέσιμος: -ον, ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κατατεθειμένος πρὸς ἐξαγωγὴν πάλιν, Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2556. 25, ἔνθα φέρεται ὑπεχθέσιμος· πρβλ. ὑπεκτίθεμαι ΙΙ, καὶ ἴδε Böckh σ. 414.

Greek Monolingual

και κρητ. τ. ὑπεχθέσιμος, -ον, Α
(για εμπόρευμα) αυτός που τοποθετείται κάπου για να εξαχθεί πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπεκθε- του ὑπεκτίθεμαι (πρβλ. μτχ. αορ. ὑπεκθέ-μενος) + κατάλ. -σιμος (πρβλ. ἰά-σιμος)].