ὡριμότης
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
Full diacritics: ὡρῐμότης | Medium diacritics: ὡριμότης | Low diacritics: ωριμότης | Capitals: ΩΡΙΜΟΤΗΣ |
Transliteration A: hōrimótēs | Transliteration B: hōrimotēs | Transliteration C: orimotis | Beta Code: w(rimo/ths |
ητος, ἡ, A ripeness, seasonableness, Sch.D Il.19.119.
ὡρῐμότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὥριμος, κοινῶς «ὡριμάδα», Σχόλ. εἰς Ἰλ. Τ. 119.