κόρειος

From LSJ
Revision as of 15:26, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρειος Medium diacritics: κόρειος Low diacritics: κόρειος Capitals: ΚΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kóreios Transliteration B: koreios Transliteration C: koreios Beta Code: ko/reios

English (LSJ)

α, ον, (κόρη) A of a maiden: τὸκ., = κόρευμα, Sch.E.Alc.178. II Κόρεια (sc. ἱερά), τά, the festival of Kore (Persephone), Plu.Dio 56, Hsch. 2 Κόρειον, τό, her temple, IG14.217 (Acrae), Ath.Mitt.49.5 (Attica, iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

κόρειος: -α, -ον, (κόρη) ἀνήκων εἰς κόρην, τὸ κόρειον = κόρευμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 178. ΙΙ. Κόρεια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, θυσία τῇ Κόρῃ (Περσεφόνῃ) τελουμένη, Πλουτ. Δίων 56, Ἡσύχ. 2) κόρειον, τό, ὁ ναὸς αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5430.

Greek Monolingual

κόρειος, -εία, -ον (Α) κόρη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, παρθενικός
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ κορεία, τὸ κόρειον
η ιδιότητα της κόρης, η παρθενία
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Κόρειον
ο ναός της Κόρης, δηλ. της Περσεφόνης
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Κόρεια (ενν. ἱερά)
εορτή προς τιμήν της Κόρης, δηλ. της Περσεφόνης.