δερκύλλειν
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
αἱμοποπεῖν, ἄλλοι δερμύλλειν, Hsch.
Spanish (DGE)
αἱμοποτεῖν (error por αἰσχροποιεῖν) Hsch. (var. de δερμύλλειν, v. δερμύλλω).