τετρακάμαρος

From LSJ
Revision as of 14:41, 4 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">*Stereom</b>" to "''*Stereom''")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκάμᾰρος Medium diacritics: τετρακάμαρος Low diacritics: τετρακάμαρος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΑΜΑΡΟΣ
Transliteration A: tetrakámaros Transliteration B: tetrakamaros Transliteration C: tetrakamaros Beta Code: tetraka/maros

English (LSJ)

[κᾰ], ον, A with four vaults, Hero *Stereom.2.1.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις θόλους ή τέσσερεις αψίδες
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρακάμαρον
οικοδόμημα με τέσσερεις αψίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κάμαρος (< καμάρα)].