ὑπόκρυφος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ον, = ὑποκρύφιος (hidden under), Sch. Ar. Ach. 96.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόκρῠφος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 96.
Greek Monolingual
-ον, Α ὑποκρύπτω
1. ὑποκρύφιος
2. (για τόπο) απάνεμος.