Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(Α ὀξυτονῶ, ὀξυτονέω) οξύτονοςβάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξείααρχ.1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους3. απολήγω σε οξύ άκρο.