ἀμφιετής
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
ές, = ἀμφιέτηρος (celebrated in yearly festivals), Call. Del. 278, Orph. Fr. 232.
German (Pape)
[Seite 139] ές, dasselbe, Callim. Del. 278.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιετής: -ές, = τῷ προηγ., Καλλ. εἰς Δῆλ. 278, Ὀρφ.
Spanish (DGE)
-ές
1 de cosas anual ἀπαρχή Call.Del.278, ἑκατόμβας πέμφουσιν πάσῃσι ἐν ὥραις ἀμφιέτῃσιν Orph.Fr.232.
2 de dioses honrado anualmente epít. de Dioniso, Orph.H.53.1.
Greek Monolingual
ἀμφιετής, -ές (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -ετής < ἔτος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιετίδαι, ἀμφιετηρίζομαι, ἀμφιετίζομαι.