ἐρίβωλος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = ἐριβῶλαξ (with large clods, very fertile), Od. 5.34, Il. 21.154, al. ; ἄρουραι h.Cer. 471.
German (Pape)
[Seite 1028] dasselbe, Il. oft, Od. 5, 34, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίβωλος: -ον, = τῷ προηγ., Ὀδ. Ε. 34, καὶ συχνάκις ἐν Ἰλ. ἐρίβωτος· «μεγαλόψοφος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐριβῶλαξ.
Étymologie: ἐρι-, βῶλος.
Greek Monolingual
ἐρίβωλος, -ον (Α)
βλ. εριβώλαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + βώλος «όγκος χώματος»].
Russian (Dvoretsky)
ἐρίβωλος: Hom. = ἐριβῶλαξ.