ὑπανοίγνυμι
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
v. ὑπανοίγω.
German (Pape)
[Seite 1182] u. ὑπανοίγω (s. οἴγω, οἴγνυμι), unten, von unten allmälig od. heimlich öffnen; βῖκός τις ὑπανεῴγνυτο Ephipp. Ath. XIV, 642 e; γράμματα ὑπανέῳγε Dem. 32, 27; Aristaen. 1, 16. ὑπαντάξ, adv., = ἀντικρύ, Ar. frg. 534.
Greek Monolingual
Α
βλ. ὑπανοίγω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾰνοίγνῡμι: = ὑπανοίγω.