ἀντικρύ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
A Adv. = ἄντην, over against, right opposite, θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι I1.5.130: c. gen., Ἕκτορος ἀντικρύ ib.8.301.
II = ἄντικρυς, straight on, right on, ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Od.10.162; ἀντικρὺ μεμαώς I1.13.137: mostly followed by a Prep., ἀντικρὺ δ' ἀν' ὀδόντας 5.74; ἀντικρὺ δι' ὤμου 4.481, cf. Od.22.16; ἀντικρὺ κατὰ μέσσον right in the middle, I1.16.285; once in X., ἀντικρὺ διᾴττων Cyr.7.1.30; cf. καταντικρύ.
2 outright, utterly, quite, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι I1.7.362; ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε 16.116; ἀντικρὺ μακάρεσσιν ἔϊκτο A.R.4.1612, etc. (Cf. ἄντικρυς sub fin.) [ν generally, but ῠ I1.5.130, 819; ῐ by nature (cf. καταντικρύ Ar.Ec.87), ῑ by po ition in Ep.]
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ pero -ῠ Il.5.130, 819]
adv.
I c. verb. de mov. o asimilados
1 de frente, derechamente de armas lanzadas ἀντικρὺ ... δι' ὤμου ... ἔγχος ἦλθεν Il.4.481, ἀντικρὺ ... δι' αὐχένος ἤλυθ' ἀκωκή Il.17.49, ἀντικρὺ μεμαώς ardiendo en deseos de lanzarse hacia delante, Il.13.137, 22.327, Od.22.16, cf. 19.453, ἀντικρὺ διᾴττων εἰς τὴν ... φάλαγγα ἐμβάλλει X.Cyr.7.1.30
•derechamente, limpiamente ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε (αἰχμή) Il.16.116, ἀντικρὺ χρόα τε ῥήξω Il.23.673, ἀντικρὺ δ' ἀν' ὀδόντας ... τάμε χαλκός Il.5.74, cf. ἀντικρὺ ... τάφρον ὑπέρθορον ... ἵπποι Il.16.380.
2 de palabras directamente, sin rodeos ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι Il.7.362.
II c. otros verb. o sin verb.
1 delante ἀντικρὺ μακάρεσσιν ... ἔικτο se parecía por delante a los bienaventurados A.R.4.1612
•subst. ἡ ἀντικρὺ la delantera τὴν ἀντικρὺ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ a la vista de sus ojos Sm.Ps.17.25.
2 c. casos contra c. dat. θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι Il.5.130, ἐμπίπτει τοῖς ἀντικρὺ τῆς Ἀσίας τόποις de una corriente marina, Plb.4.43.4 (var.)
•c. gen. ἴαλλεν Ἕκτορος ἀντικρὺ Il.8.301.
• Etimología: De ἀντί y una raíz que se duda si relacionar con la de κέρας o la de κρούω.
German (Pape)
[Seite 253] (ἀντί u. κρούω), gerade durch; der Sprachgebrauch unterschied dies Wort von ἄντικρυς, welches ursprünglich nicht verschieden war. Die Ansicht der alten Gramm. s. z. B. Scholl. Iliad. 3, 359 διαφέρει τὸ ἀντικρύ τοῦ ἄντικρυς προπαροξυτόνου· τὸ μὲν γὰρ ἀντικρύ δηλοῖ τὸ ἐξ ἐναντίας, τὸ δὲ ἄντικρυς τὸ φανερῶς. Dieser Unterschied läßt sich nicht festhalten, s. Buttmann Ausf, Gr. tom. 2 §. 117 p. 366 ed. 2. Hom. hat ἄντικρυς nicht, ἀντικρύ oft, der ältere Atticismus hat ἀντικρύ nicht, ἄντικρυς oft. S. über ἄντικρυς den folg. Art,; ἀντικρύ heißt bei Hom.: 1) gegenüber, entgegen, μάχεσθαι Il. 5, 130; ἀντικρὺ μεμαώς, geradezu darauf los, 13, 137; ἀντικρὺ ἀπόφημι, gerade ins Gesicht, geradezu, 7, 362, vgl. ἄντικρυς. Auch mit dem gen., Ἕκτορος ἀντικρύ Il. 8, 301; so auch Pol. 4, 43 οἱ ἀντικρὺ τῆσἈσίας τόποι; im Att, ist καταντικρύ das Gewöhnliche. – 2) gerade, ursprünglich wohl von Geschossen, die auf der entgegengesetzten Seite wieder herauskommen, z. B. ἀντικρὺ δὲ δι' ὤμου χάλκεον ἔγχος ἦλθεν Il. 4, 481; ἀντικρὺ κατὰ κύστιν 5, 67; ἀντικρὺ δὲ διέσχε, drang auf der andern Seite hervor, 5, 100; ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Od. 10, 162; ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, gerade in die Mitte, Il. 16, 285. Homerische Nachahmung Xen. Cyr. 7, 1, 30 ἀντικρὺ δι' αὐτῶν εἰς τὴν τῶν Αἰγυπτίων φάλαγγα ἐμβάλλει. – 3) geradezu, ganz u. gar, ἀντικρὺ ἀπαράσσειν, gänzlich abhauen, bis auf die entgegengesetzte Seite, Il. 16, 116, vgl. 23, 673. – Bei Ap. Rh. 4, 1612 ἀντικρὺ μακάρεσσιν ἔικτο = ἄντην. [υ ist bei Hom. in der Vershebung lang, in der Senkung Il. 5, 130 u. bei Attikern wie in ἄντικρυς kurz.]
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 en face de, contre, dat. ou gén.;
2 en droite ligne, tout droit;
3 tout à fait.
Étymologie: DELG ἀντί et ? -- Babiniotis -κρύ pê apparenté à κάρη ou à κρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικρύ:
I adv. (ῠ, редко ῡ)
1 против, прямо, навстречу (μεμαώς Hom.): ἀντικρὺ κατὰ μέσσον Hom. в самую гущу (врагов); ἀντικρὺ δι᾽ αὐτῶν Xen. напролом через их (толпу);
2 насквозь, навылет (ἐκπερᾶν Hom.);
3 напрямик, решительно (ἀπόφημι Hom.);
4 начисто, совершенно (ἀπαράσσειν Hom.).
II в знач. praep. cum gen. et dat.
1 против (θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι Hom.);
2 прямо, навстречу (Ἓκτορος ἀντικρὺ ὀϊστὸν ἰάλλειν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντῑκρύ: ἐπίρρ. = ἄντην, ἐκ τοῦ ἐναντίου, μή τι σύ γ’ ἀθανάτοισι θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι Ἰλ. Ε. 130· μετὰ γεν., Ἕκτορος ἀντικρὺ Ἰλ. Θ. 301 ΙΙ. = ἄντῐκρυς, κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, ἀπ’ εὐθείας εἰς τὸ ἔναντι μέρος, ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Ὀδ. Κ. 162· ἀντικρὺ μεμαὼς Ἰλ. Ν. 137· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἀκολουθεῖται ὑπὸ προθ., ἀντικρὺ δ’ ἀν’ ὀδόντας Ε. 74· ἀντικρὺ δὲ ὤμου Δ. 481, πρβλ. Ὀδ. Χ. 16· ἀντικρὺ κατὰ μέσον, ἀκριβῶς ἐν τῷ μέσῳ, Ἰλ. Π. 285· οὕτως ἅπαξ παρὰ Ξεν., ἀντικρὺ δι’ αὐτῶν Κύρ. 7. 1, 30: ἐν παροιμίᾳ σημασ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ καταντῑκρύ, ὃ ἴδε. 2) ἐντελῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, ἀντικρὺ δ’ ἀπόφημι Ἰλ. Η. 362· ἀντικρὺ δ’ ἀπάραξε Π. 116, πρβλ. Ρ. 49, Ὀδ. Κ. 162, κτλ.: - Πρὸς τὸ ἀντικρὺ μακάρεσσι... ἔϊκτο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1612, δυνάμεθα νὰ παραβάλωμεν τὸ ὁμοιωθήμεναι ἄντην, κτλ. - Ἴδε ἄντικρυς ἐν τέλ. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῡ ἐν ἄρσει, ῠ ἐν θέσει, ἀλλ’ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Ἐκκλ. 87 ἔχει καταντῐκρὺ μετὰ τῆς ποσότητος τοῦ ἄντῐκρυς].
English (Autenrieth)
opposite, straightforward, straight through; ἀντικρὺ μάχεσθαι, Il. 5.130, 819; w. gen., ὀιστὸν ἴαλλεν | Ἕκτορος ἀντικρύ, Il. 8.301; ἀποφάναι, ‘outright,’ Il. 7.362 ; ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε, ‘completely’ off, Il. 16.116, Il. 23.866; often joined w. foll. prep., παραί, διά, κατά, ἀνά.
English (Strong)
prolonged from ἀντί; opposite: over against.
English (Thayer)
(L T WH ἄντικρυς (Chandler § 881; Treg. ἄντικρυς. Cf. Lob. Path. Elementa 2:283); ad Phryn., p. 444; (Rutherford, New Phryn., p. 500f); Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. 2:366), adverb of place, over against, opposite: with the genitive, Philo de vict. off. § 3; de vit. Moys. iii. § 7; in Flacc. § 10.)
Greek Monolingual
κ. -κρυς, κ. -κρύ κ. -κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυς
Μ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα)
1. απέναντι
2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπο
νεοελλ.
1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά
2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» — για ασήμαντη επιτυχία
αρχ.
1. κατευθείαν εμπρός
2. διαμπερώς, πέρα ως πέρα
3. εντελώς, απόλυτα
4. φανερά, απροκάλυπτα
5. (για χρόνο) αμέσως
6. φρ. «ἄντικρυς δουλεία», «ἄντικρυς ἐλευθερία» — πραγματική δουλεία, πραγματική ελευθερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται σύνθετη με α' συνθετ. το αντι-. Σχετικά με το β' συνθετ. της λ. έχει υποστηριχθεί ότι συνδέεται με τα κέρας, κάρη «κεφάλι, πρόσωπο» ή με το ρ. κρούω (αντικρύ < αντικρούω). Στην αττ. διάλεκτο υπάρχει τ. άντικρυςμε ένα -ς επιρρηματικό και με βραχεία κατάληξη, όπως φαίνεται από τον τονισμό. Οι αρχαίοι γραμματικοί έκαναν διάκριση μεταξύ των αντικρύ «εξαντιθέτου» και άντικρυς «φανερά, σαφώς, ρητά», αλλά ο τ. αντικρύ έχει και τις δύο σημασίες στον Όμηρο. Η λ. συνοδεύεται από γενική ή δοτική και συχνά ακολουθείται από πρόθεση.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αντίκρυτα
νεοελλ.
αντικρύζω, αντικρινός.
ΣΥΝΘ. αρχ. απαντικρύ, καταντικρύ
νεοελλ.
απαντίκρυ, κατάντικρυ, καταντικρύ.].
Greek Monotonic
ἀντῑκρύ: επίρρ. = ἄντην,
I. άκρως αντίθετα, έναντι, με δοτ., θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., Ἕκτορος ἀντικρύ, στο ίδ.
II. 1. ἄντῐκρῠς, κατευθείαν εμπρός, σε Όμηρ.· ακολουθ. από πρόθ., ἀντικρὺ δ' ἀν' ὀδόντας, ἀντικρὺ δι' ὤμου, στον ίδ.· ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, ακριβώς στη μέση, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εντελώς, εξολοκλήρου, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι, στο ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: right opposite (Il.).
Other forms: Att. ἄντικρυς; καταντικρύ (Il.) (stress after ἰθύ?)
Dialectal forms: Att. ἀπ-, κατ-αντροκυ perhaps from *ἀντα-κρυ (Beekes-Cuypers below)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: With ἀντι- ?, further unclear. Kretschmer Glotta 4, 356 connects ἀντικρούω come into collision. Improbable Chantraine Gramm. hom. 2, 148: to κάρη. Improb. also vW. (to Lat. crus). Beekes - Cuypers, Mnem. 56 (2003): -υ short, but metrically lengthened. The Attic form hardly substituted ἀντα- for ἀντι- (the anticipation of the ρ and the assimilation would then be strange); but this also suggests that ἀντα/ι- is not the Greek word (assimilation ο > υ is also rare in Greek). If the word was Pre-Greek (*ant(r)ak(r)u-) identification with ἀντι would not surprise. Interchange ο/ι is known from Pre-Greek words (Fur. 191 n. 37), so the word will be Pre-Greek. Then, it is also uncertain what the original position of the ρ was; if *ἀντρα-κυ, the last element might be compared with μεσσηγυ, ἐγγύς.
Middle Liddell
I. = ἄντην, over against, right opposite, c. dat., θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι Il.; c. gen., Ἕκτορος ἀντικρύ Il.
II. = ἄντικρυς, straight on, right on, Hom.; followed by a prep., ἀντικρὺ ἀν' ὀδόντας, ἀντικρὺ δι' ὤμου Hom.; ἀντικρὺ κατὰ μέσσον right in the middle, Il.
2. outright, utterly, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι Il.
Frisk Etymology German
ἀντικρύ: (ep.),
{antikrú}
Forms: ἄντικρυς und καταντικρύ (att., hell. u. spät)
Meaning: gerade gegenüber, geradeaus.
Etymology: Zu ἀντί, aber sonst unklar. Nach Kretschmer Glotta 4, 356 zu ἀντικρούω entgegenstoßen; dagegen erwägt Chantraine Gramm. hom. 2, 148 Zusammenhang mit κάρη. Zur Bildung vgl. Schwyzer 620a I.
Page 1,114