κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
Full diacritics: τιθαίνομαι | Medium diacritics: τιθαίνομαι | Low diacritics: τιθαίνομαι | Capitals: ΤΙΘΑΙΝΟΜΑΙ |
Transliteration A: tithaínomai | Transliteration B: tithainomai | Transliteration C: tithainomai | Beta Code: tiqai/nomai |
*τιθαίνομαι, [ῐ] v. τιθηνέω.
τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.
Α
τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].
τιθαίνομαι: вскармливать (Ἣραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.).