ποτιφθέγγομαι
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
Doric for προσφθέγγομαι.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσφθέγγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φθέγγομαι.
Russian (Dvoretsky)
ποτιφθέγγομαι: дор. Anth. = προσφθέγγομαι.