αὐτοαγαθόν
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
τό, the ideal good, the Form of good, Arist. Metaph. 996a28, Plot. 6.6.10.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοαγαθόν: τό, αὐτὸ τὸ ἀγαθόν, τὸ ὄντως ἀγαθόν, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 2· ἀπαντᾷ καὶ αὐτοάγαθον, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 959Α, κλ.: - τὸ ἀρσεν. ἐπίθ. παρ’ Ἐκκλ. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. αὐταγαθότης, ητος, αὐτὴ ἡ ἀγαθότης, ἀπόλυτος ἀγαθότης, Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀνομ. 2. 414, κλ.