καινογράφος

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινογράφος Medium diacritics: καινογράφος Low diacritics: καινογράφος Capitals: ΚΑΙΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kainográphos Transliteration B: kainographos Transliteration C: kainografos Beta Code: kainogra/fos

English (LSJ)

ὁ, composer in a new style, prob. in Anon. Metr. Oxy. 220vi3.

Greek Monolingual

καινογράφος, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γράφος (< γράφω), πρβλ. πεζο-γράφος, χρονικο-γράφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημασία (πρβλ. καινόγραφος)].